ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

pop σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
pop

ποπ◼◼◼

Pop-art

Ποπ Αρτ

populizmus

λαϊκισμός◼◼◼

Populizmus

Λαϊκισμός◼◼◼

Populáció

Πληθυσμός◼◼◼

populáció

πληθυσμός◼◼◼

populációökológia

οικολογία των πληθυσμών

Popzene

Ποπ

apoplexia

αποπληξία

apoptózis

απόπτωση◼◼◼

emberi populáció

ανθρώπινος πληθυσμός

növénypopuláció

φυτικός πληθυσμός

vegyünk egy kis popcornt?

θες να πάρουμε ποπκόρν;

állatpopuláció

ζωικός πληθυσμός◼◼◼

Το ιστορικό σας