ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

mól σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
mól

γραμμομόριο◼◼◼

Mól

Γραμμομόριο◼◼◼

móló

προβλήτα◼◼◼

προκυμαία◼◼◼

Το ιστορικό σας