ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

letölt σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
letölt

μεταφόρτωση◼◼◼

κατεβάζω

letölteni

να ‘κατεβάσω’ / download

letöltés

μεταφόρτωση◼◼◼

καταφόρτωση◼◻◻

κατεβάζω

Το ιστορικό σας