ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

koncentrál σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
koncentrál

επικεντρωθεί◼◼◼

συγκεντρώνομαι (-θώ)

koncentrált

συμπυκνωμένος◼◼◼

συγκεντρωμένος◼◻◻

Το ιστορικό σας