ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

készpénzzel fizet σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
készpénzzel fizet

πληρώνει μετρητά/τοις μετρητοίς

készpénzzel fizetek

θα πληρώσω με μετρητά

Το ιστορικό σας