ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kényszerít (→ αναγκάζομαι kényszerül, kénytelen) σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kényszerít (→ αναγκάζομαι kényszerül, kénytelen)

αναγκάζω

Το ιστορικό σας