Ενεργοποιήστε τη Javascript για να χρησιμοποιήσετε το λεξικό! Πώς να ενεργοποιήσω τη Javascript;
βοσκός (voskós)▼
τσοπανόσκυλο▼
Γερμανικός Ποιμενικός▼
γερμανικός ποιμενικός▼
λυκόσκυλο▼
↑