ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

jó σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
haorr

πρώρα

τόξο

υποκλίνομαι

υπόκλιση

φιόγκος

hara szállni

να επιβιβάσει

haraj

στολίσκος

haroncs

ναυάγιο◼◼◼

haról leszállni

να αποβιβάσει

has

θαλασσινός

ναυτικός

ναύτης

hatat

πρύμνη

hatest

κύτος◼◼◼

σκάφος◼◼◻

ξεφλουδίζω

φλούδα

hatörés

ναυάγιο◼◼◼

hazás

λεμβοδρομία

ναυσιπλοΐα/πλοήγηση

hazási veszély

κίνδυνος ναυσιπλοΐας

haút

ταξίδι◼◼◼

halászha

αλιευτικό σκάφος◼◼◼

ismerek egy helyet

ξέρω ένα καλό μερος

ismersz egy ...?

ξέρεις κάποιον καλό ...;

ismersz egy klubot a közelben?

ξέρεις κανένα καλό εδώ κοντά;

jo

γιογιό

kereskedelmi hazás

εμπορική ναυτιλία

kártérítés/tállás

(χρηματική) αποζημίωση/εγγύηση αποζημίωσης

αποζημίωση

εγγύηση αποζημίωσης

közterület, közszág

δημόσιος τομέας

különben l vagyok

κατά τα άλλα είμαι καλά

látom, gyorsan hozzászoktál a hoz

βλέπω έμαθες γρήγορα το καλό

láttál valamilyen filmet az utóbbi időben?

έχεις δει καμία καλή ταινία πρόσφατα;

légha

αερόπλοιο◼◼◼

létesítmények váhagyása

έγκριση των εγκαταστάσεων

megy valami ?

παίζει τίποτα καλό;

mikor indul a következő ha ...?

τί ώρα είναι το επόμενο πλοίο για ...;

minden , ha a vége

τέλος καλό, όλα καλά

5678

Το ιστορικό σας