ελληνικά | ουγγρικά |
---|---|
σκάφος | hajó◼◼◼ alkot◼◻◻ ér◼◻◻ hajótest◼◻◻ csónak◼◻◻ |
σκάφος (skáfos) | hajó◼◼◼ |
σκάφος απορρύπανσης (από το πετρέλαιο) | |
σκάφος/λέμβος/ειδικευμένη εργασία | |
αεροσκάφος | repülő◼◼◼ |
αεροσκάφος (aeroskáfos) | repülőgép◼◼◼ repülő◼◼◻ |
αλιευτικό σκάφος | halászhajó◼◼◼ |
μη επανδρωμένο αεροσκάφος | |
παρακαλώ παραμείνετε καθισμένοι μέχρι το αεροσκάφος να έρθει σε πλήρη ακινησία και η ένδειξη προσδέστε τις ζώνες σας να έχει σβήσει | kérjük maradjanak a helyükön, amíg a gép el nem éri a repülési magasságot és a biztonsági öveket bekapcsolni jelzés ki nem alszik |