Ενεργοποιήστε τη Javascript για να χρησιμοποιήσετε το λεξικό! Πώς να ενεργοποιήσω τη Javascript;
κρεοπώλης▼◼◼◼
κρεοπωλείο / χασάπικο▼
ο χασάπης (tsz: -ηδες)▼
χασάπης (chasápis)▼
κρεοπωλείο▼
↑