ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

gondolkodik σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
gondolkodik

διανοούμαι

νομίζω

νουνίζω

σκέφτομαι

(+ tárgyeset) gondol vmire, gondolkodik

σκέφτομαι

Το ιστορικό σας