ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

akkumuláció σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
akkumuláció

συσσώρευση◼◼◼

biológiai akkumuláció

βιοσυσσώρευση

Το ιστορικό σας