ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

érett σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
érett

ώριμος (-η-ο)◼◼◼

πορτ-μπακάζ

(vágás)érett erdő

δάσος ξυλείας

érettség

ωριμότητα◼◼◼

érettségi

απολυτήριο

koraérett

πρώιμος

még nem érett a cseresznye

δεν έγιναν ακόμα τα κεράσια

Το ιστορικό σας