ελληνικά | ουγγρικά |
---|---|
(járműbe) μπαίνω (μπω, μπήκα) | |
(járás közben, harcban) πέφτω (πέσω) | |
(földről, járműre) παίρνω (πάρω, πήρα), (ruhát) βάζω (-λω), φορώ (-άω, -έσω), (munkahelyre) προσλαμβάνω (προσλάβω) | |
(másik járműre) μετεπιβιβάζομαι (-στώ), αλλάζω (-ξω) (+tárgyeset) | |
(feladat) η άσκηση, (jártasság) η πείρα, (az elmélet ellentéte, praxis) η πρακτική, η πράξη | |
(repülő) απογειώνομαι (-θώ), (járműre) ανεβαίνω (ανέβω, ανέβηκα) | |
(repülő) προσγειώνομαι (-θώ), (járműről) κατεβαίνω (κατέβω, κατέβηκα) | |
ο χρόνος, (időjárás is) ο καιρός | idő◼◼◼ |