ελληνικά | ουγγρικά |
---|---|
φυσικό | természetes◼◼◼ természeti◼◻◻ |
Φυσικό αέριο | Földgáz◼◼◼ |
φυσικό καταφύγιο | |
φυσικό καταφύγιο (εκτροφείο θηραμάτων) | |
φυσικό λίπασμα | trágya◼◼◼ |
φυσικό πάρκο | |
φυσικό πέτρωμα/φυσικός λίθος | |
φυσικό περιβάλλον | |
φυσικό πρόσωπο | |
φυσικό τοπίο | |
φυσικό υλικό/φυσική ύλη | |
φυσικός | természetes◼◼◼ fizikai◼◼◼ természeti◼◻◻ |
φυσικός αριθμός | |
Φυσικός αριθμός | |
φυσικός δρυμός | |
φυσικός κίνδυνος | |
φυσικός ρύπος | |
φυσικός σχεδιασμός | |
έρευνα (διερεύνηση) για φυσικό αέριο | |
γεωφυσικό περιβάλλον | |
ευρωπαϊκό φυσικό καταφύγιο | |
κιμωλία/φυσικό ανθρακικό ασβέστιο | |
κοπριά/φυσικό λίπασμα | |
ολοκληρωμένο φυσικό καταφύγιο | |
περιφερειακό φυσικό πάρκο | |
υπερφυσικός | |
φυσική επικινδυνότητα/φυσικός κίνδυνος |