ελληνικά | ουγγρικά |
---|---|
φτάνω (-σω) | |
(vmeddig) φτάνω (-σω), (vonatot) προλαβαίνω (προλάβω) | |
πηγαίνω (πάω, πήγα) στο σταθμό; (vmeddig) φτάνω (-σω) | |
πόσο αξίζει ο πίνακας; (vhova, vmeddig) φτάνω (-σω), (vmihez) αγγίζω (-ξω) (+tárgyeset), ακουμπώ (-άω, -ήσω) (+ tárgyeset/σε/πάνω σε) |