ελληνικά | ουγγρικά |
---|---|
στον | az◼◼◼ |
στον (ston) , στη (sti) , στο (sto) | |
έγκαυστον | |
έζησα στον καναδά για έξι μήνες | |
ακάθαρτα ύδατα στον πυθμένα (στο κύτος) πλοίου | |
ανέβα στον τρίτο όροφο! | |
αναφορά στον υπουργό | |
απασχόληση στον διοικητικό κλάδο | |
δεν θα μπορέσω να το κάνω για τουλάχιστον δυο εβδομάδες | |
δεν υπάρχει ούτε ένα σύννεφο στον ουρανό | |
επίδραση (επιπτώσεις) στον άνθρωπο | |
επεξεργασία λυμάτων στον χώρο παραγωγής | |
ζωονοσία, σύνολο νόσων μεταφερόμενων από τα ζώα στον άνθρωπο | |
η υποδοχή βρίσκεται στον πρώτο όροφο | |
Κίνγκστον | |
μπορείτε να διαβάσετε τα γράμματα στον πίνακα ξεκινώντας από την κορυφή; | |
νομοθεσία στον τομέα της γεωργίας | |
πάμε στον (ε)πάνω όροφο! | |
πολιτική στον τομέα της έρευνας | |
πολιτική στον τομέα της παροχής βοήθειας | |
πρόσβαση στον πολιτισμό | |
πρόσεχε να μην καείς στον ήλιο! | |
σχέδιο έκθεσης σε (στον) θόρυβο | |
σύνολο νόσων μεταφερόμενων από τα ζώα στον άνθρωπο | |
τα σημερινά πιάτα είναι γραμμένα στον πίνακα | |
τι σου αρέσει να κάνεις στον ελεύθερό σου χρόνο; | |
το δωμάτιο σας βρίσκεται στον ... όροφο | |
τουλάχιστον | minimum◼◼◼ |
φαγητό κολλημένο στον πάτο της κατσαρόλας | |
φτιάχνουν δώρα ο ένας στον άλλο | |
χόκευ στον πάγο | |
ως επί το πλείστον | nagyrészt◼◼◼ legtöbb◼◼◼ |