ελληνικά | ουγγρικά |
---|---|
δερματοστιξία | tetoválás◼◼◼ tetovál◼◻◻ |
Δευτεροβάθμια εξίσωση | |
διάβρωση/οξίδωση | |
διαστημικό ταξίδι | |
Διαφορική Εξίσωση | |
διεξιά | |
διοξίδιο του αζώτου | |
διοξίδιο του άνθρακα | |
διοξίδιο του θείου | |
διοξίδιο του τιτανίου | |
διοξίνη | dioxin◼◼◼ |
δυσλεξία | diszlexia◼◼◼ |
έγγειες βελτιώσεις/αξιοποίηση γαιών | |
εγκατάσταση εργοταξίου κατασκευών | |
έζησα στον καναδά για έξι μήνες | |
είκοσι έξι | huszonhat◼◼◼ |
είκοσι έξι (26) | |
είμαι σε επαγγελματικό ταξίδι | |
είσαι πολύ σέξι | |
είχες καλό ταξίδι / είχατε καλό ταξίδι; | |
εξαερωτική εξίδρωση/εξατμισ(ι)οδιαπνοή | |
έξι (6) | hat (6)◼◼◼ |
έξι (éksi) | hat◼◼◼ |
εξιλαστήριο θύμα | |
εξίσου | egyaránt◼◼◼ is◼◼◼ szintén◼◼◻ |
Εξισώσεις Μάξγουελ | |
Εξίσωση | egyenlet◼◼◼ |
εξίσωση | kiegyenlítés◼◼◼ |
εξίσωση (exísosi) | egyenlet◼◼◼ |
εξισωτικός (αντισταθμιστικός) φόρος | |
εξιχνιάζω | |
εξουδετέρωση τοξικών ουσιών | |
επαγγελματικό ταξίδι | |
επιδειξιμανία | |
επιδειξιομανία |