ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ξεκουράζω σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ξεκουράζω

maradék

pihentet

pihentet (→ ξεκουράζομαι pihen, kipiheni magát)

pihenés

Το ιστορικό σας