ελληνικά | ουγγρικά |
---|---|
Αμπέρ (μονάδα μέτρησης) | Amper◼◼◼ |
Αμπερόμετρο | |
ανακλασιμετρία | |
ανάλυση/διακριτική ικανότητα (παράμετρος) | |
αντίμετρο | |
αντισταθμιστικό μέτρο | |
αντίστροφη μέτρηση | |
άνω του μετρίου | |
αξονομετρία | |
ασύμμετρη ψηφιακή συνδρομητική γραμμή | |
ασυμμετρία | aszimmetria◼◼◼ eltérés◼◻◻ |
ασύμμετρο | |
ασύμμετρος | |
Βαρομετρική μονάδα | |
βαρομετρικό | |
βαρόμετρο | |
Βατ (μονάδα μέτρησης) | |
βολτόμετρο | voltmérő◼◼◼ |
Γεωμετρία | geometria◼◼◼ |
γεωμετρία | |
γεωμετρία (geometría) | geometria◼◼◼ |
γεωμετρική διόρθωση | |
γεωμετρικός | geometriai◼◼◼ |
γίνεται καταμέτρηση των χρημάτων σας | |
γωνιόμετρο | szögmérő◼◼◼ |
δεκατόμετρο | deciméter◼◼◼ |
δενδρομετρία | |
διαμέτρημα | kaliber◼◼◼ furat◼◻◻ |
διάμετρος | átlag◼◼◼ |
διαφορική γεωμετρία | |
δοσομέτρηση | adagolás◼◼◼ |
δυναμόμετρο | erőmérő◼◼◼ |
εκατοστόμετρο | centiméter◼◼◼ |
επιταχυνσιόμετρο |