ελληνικά | ουγγρικά |
---|---|
κιβώτιο | eset◼◼◼ doboz◼◼◼ láda◼◼◼ ház◼◼◻ tok◼◻◻ |
κιβώτιο με τις ασφάλειες | |
κιβώτιο μελάνης | |
κιβώτιο ταχυτήτων | váltó◼◼◼ átvitel◼◼◻ adás◼◻◻ |
γραμματοκιβώτιο | postaláda◼◼◼ |
εμπορευματοκιβώτιο | konténer◼◼◼ tartály◼◼◻ |
εμπορευματοκιβώτιο/δοχείο (συσκευασίας)/περιέκτης | |
πίδακας/κρήνη/πηγή/ψύκτης/κιβώτιο μελάνης | |
χρηματοκιβώτιο | széf◼◼◼ |