ελληνικά | ουγγρικά |
---|---|
Κατάρ | Katar◼◼◼ |
Κατάρ (Katár) | Katar◼◼◼ |
κατάρα | átok◼◼◼ |
κατάργηση | megszüntetés◼◼◼ eltörlés◼◼◼ felbontás◼◻◻ |
κατάρρευση | összeomlás◼◼◼ bukás◼◻◻ összeomlik◼◻◻ összeesés◼◻◻ |
κατάρρευση/υποχώρηση/καταβύθιση/καθίζηση/πύκνωση | |
κατάρτι | |
κατάρτιση | utasítás◼◼◼ tanítás◼◼◻ |
κατάρτιση/άσκηση | |
απορρύθμιση/κατάργηση των ρυθμίσεων | |
αρχική κατάρτιση | |
κέντρο κατάρτισης/ΙΕΚ | |
περιβαλλοντική κατάρτιση/κατάρτιση σε θέματα | |
προτυποποίηση/κατάρτιση (διαμόρφωση) μοντέλου |