ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

κασσίτερος σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
Κασσίτερος

Ón◼◼◼

κασσίτερος

bádog

ón/cin (elem)

κασσίτερος (kassíteros)

ón◼◼◼

Το ιστορικό σας