ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ανά σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
η ανάμνηση

emlék

η ανάσταση

feltámadás

η αναπνοή, η ανάσα

lélegzet

η κανάτα

kancsó

η λάμπα, (forgalmi jelzőlámpa) το φανάρι, (reflektor) ο προβολέας

lámpa

η μπανάνα

banán

θέλω να κάνω μια ανάληψη

pénzt szeretnék felvennip

θανάσιμος

halálos◼◼◼

θανάτωση

leölés◼◼◼

öl◼◻◻

megöl

θανάτωση ιχθύων

halpusztulás

και άλλη μια φορά, ξανά-

még egyszer

κανάλι

csatorna◼◼◼

műsor◼◻◻

lánc◼◻◻

kanális

κανάστα

kanaszta

κανάτα

edény◼◼◼

kancsó

korsó

κανάτι

kancsó

καστανά μαλλιά/μάτια, καφέ

barna haj/szem

κατ' ανάθεση διαχείριση

megbízott vezetés

κατανάλωση

fogyasztás◼◼◼

ital◼◻◻

κατανάλωση ενέργειας

energiafogyasztás◼◼◼

κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας

elektromos áram fogyasztás

κατανάλωση καυσίμου

üzemanyag fogyasztás◼◼◼

κατανάλωση πετρελαίου

kőolajfogyasztás◼◼◼

κατανάλωση πρωτογενούς ενέργειας

elsődleges energiafogyasztás

καταφύγιο έκτακτης ανάγκης

szükségelszállásolás

κτηματική (οικοδομική) ανάπτυξη (της γης)

területfejlesztés

λαχανάκι Βρυξελλών

kelbimbó

λαχανάκια βρυξελλών

kelbimbó◼◼◼

Λουξεμβουργιανά

luxemburgi◼◼◼

λουξεμβουργιανά

luxemburgi◼◼◼

μέτριο ανάστημα

közepes magasságú

μαθηματική ανάλυση

matematikai elemzés◼◼◼

μαλαισιανά

maláj

5678