ελληνικά | ουγγρικά |
---|---|
έξω | kívül◼◼◼ kifelé◼◼◼ külső◼◼◻ oldal◼◼◻ ki◼◼◻ kivéve◼◼◻ kizár◼◻◻ |
έξω για φαγητό | |
έξωση | kilakoltatás◼◼◼ |
έχω κλειδωθεί έξω από το ... | |
ήρθα να συλλέξω τα εισητήρια μου | |
απέξω | kívülről◼◼◼ |
απ’ έξω | kívülről◼◼◼ |
ας βγούμε έξω για φαγητό σήμερα | |
βγάινω έξω για φαγητό | |
βγαίνω έξω | |
για εδώ ή για έξω; | |
θα προτιμούσα να έβγαινες έξω | |
μπορείτε να ράψετε αυτό το παντελόνι δυο ίντσες προς τα έξω; | |
να αρμέξω μια αγελάδα | |
να στείλει έξω |