ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

whisky σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
whisky

whisky◼◼◼

ουίσκι (ouíski)◼◼◼

ουίσκυ◼◻◻

Το ιστορικό σας