ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

világűr σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
világűr

διάστημα◼◼◼

διάστημα (διαπλανητικός χώρος)◼◼◼

világűr (bolygóközi)

διάστημα (διαπλανητικός χώρος)◼◼◼

χώρος

Το ιστορικό σας