ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

vadászik σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
vadászik

θηρεύω

θηρεύω (thirévo)

κυνήγι

κυνηγάω

κυνηγώ

κυνηγώ (kynigó)

Το ιστορικό σας