ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

vadászat σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
vadászat

θήρα◼◼◼

θήρα (thíra)◼◼◼

κυνήγι (kynígi)◼◼◻

θήρευση

vadászati engedély

άδεια κυνηγίου/κυνηγετική άδεια

bálnavadászat

φαλαινοθηρία

csillagvadászat

κυνήγι θησαυρού

orvvadászat

λαθροθηρία◼◼◼

Το ιστορικό σας