ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

vízszint σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
vízszint

στάθμη νερού (υδάτων)◼◼◼

vízszintes

οριζόντιος◼◼◼

vízszintező

αλφάδι

επίπεδο

Το ιστορικό σας