ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

tömegközlekedés σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
tömegközlekedés

μέσα μαζικής μεταφοράς◼◼◼

δημόσια συγκοινωνία

tömegközlekedési jármű

μέσο μαζικής μεταφοράς (ΜΜΜ)

Το ιστορικό σας