ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

töltött σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
töltött

γέμιση◼◼◼

töltöttség

φόρτιση◼◼◼

eltöltöttem két napot Párizsban

πέρασα δύο μέρες στο Παρίσι

munkahelyen töltött órák

ώρες εργασίας

Το ιστορικό σας