ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

tápláló σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
tápláló

θρεπτικός◼◼◼

szövettápláló szint

τροφικό επίπεδο

Το ιστορικό σας