ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szolgáltató σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szolgáltató

πάροχος◼◼◼

προμηθευτής◼◼◻

παροχέας◼◻◻

internet szolgáltató

isp (internet service provider)

παροχέας υπηρεσιών Διαδικτύου

műsorszolgáltató

ραδιοφωνία◼◼◼

áramszolgáltató vállalat

επιχείρηση ηλεκτρισμού

Το ιστορικό σας