ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szerv σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szobaszervíz

room service

tengeri szervezet/organizmus

θαλάσσιος οργανισμός

természetvédelmi szervezet

οργανισμός (οργάνωση) για τη διατήρηση της φύσης

újjászervezés

αναδιοργάνωση◼◼◼

világszervezet

οργάνωση◼◼◼

παγκόσμιος◼◼◼

οργανισμός◼◼◼

διάταξη◼◻◻

διοργάνωση

vízi szervezet

υδρόβιος οργανισμός◼◼◼

234

Το ιστορικό σας