ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szaké σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szaké

σακέ◼◼◼

σάκε◼◼◻

szakértő

εμπειρογνώμων◼◼◼

πραγματογνώμονας◼◼◼

σύμβουλος◼◼◻

ειδικός◼◼◻

δικαστής

επαγγελματίας

κριτής

δεξιοτέχνης

ειδήμων

εμπειροτέχνης

εξπέρ

szakértői rendszer

έμπειρο σύστημα◼◼◼

Το ιστορικό σας