ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szövetkezet σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szövetkezet

συνεταιρισμός◼◼◼

cooperative◼◻◻

συνεργάσιμος

συνεταιριστικός

szövetkezeti

συνεταιρισμός◼◼◼

cooperative◼◻◻

συνεταιριστικός◼◻◻

lakásépítő szövetkezet

κατασκευές κτηρίων

Το ιστορικό σας