ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

rém σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
prém

γούνα◼◼◼

prémes állat

γουνοφόρο ζώο

prémium

αμοιβή◼◼◼

πριμ◼◼◼

επιμίσθιο◼◻◻

ασφάλιστρο/πριμ/αμοιβή/βραβείο

βραβείο

testápoló krém

ενυδατική κρέμα

tréma

διαλυτικά

12

Το ιστορικό σας