ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

prosti σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
prosti

πουτάνα

πόρνη

prosti (f)

πουτάνα (poutána)

πόρνη (pórni)

πόρνος (pórnos)

prostituált

εκπορνεύομαι

εκπορνεύω

ιερόδουλη

πουτάνα

πουτάνα (poutána)

πόρνη

πόρνη (pórni)

πόρνος (pórnos)

σκύλα

τσούλα

prostitúció

πορνεία◼◼◼

Το ιστορικό σας