ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

palack σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
palack

φιάλη◼◼◼

γυαλί◼◼◻

μπουκάλι

palack kupak

πώμα φιάλης

palackoz

φιάλη◼◼◼

italbolt (palackozott italok boltja, korlátolt italkimérési engedély)

μίνι-μάρκετ

Το ιστορικό σας