ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

nyír σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
nyír

σημύδα◼◼◼

Nyírfa

Σημύδα◼◼◼

nyírfajd

λυροπετεινός (liropetinós)

nyírás

θερισμός

χορτοκοπή

nyíró

χλοοκοπτική μηχανή◼◼◼

μηχανή του γκαζόν

χορτοκοπτικό

kaszálás/fűnyírás

θερισμός

χορτοκοπή

χορτοκοπή/θερισμός

megnyírni a füvet

κουρεύω το γκαζόν

regényíró

μυθιστοριογράφος

Το ιστορικό σας