ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

nélkülöz σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
nélkülöz

έλλειψη◼◼◼

nélkülözhetetlen

απαραίτητος◼◼◼

αναγκαίος

αναντικατάστατος

nélkülözés

στέρηση◼◼◼

ένδεια◼◻◻

Το ιστορικό σας