ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

muszlim σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
muszlim

Μουσουλμάνος

μουσουλμάνος

Μουσουλμάνος (Mousoulmános)

μουσουλμανικός

μωαμεθανικός

μωαμεθανός

Muszlim naptár

Έτος Εγίρας

Το ιστορικό σας