ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

láb σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
százlábú

σαρανταποδαρούσα (sarantapodarooúsa)

százlábúak

σαρανταποδαρούσα (sarantapodaroúsa)

törött (csont / kar / láb)

σπασμένο (κόκκαλο / χέρι / πόδι)◼◼◼

általában

εν γένει◼◼◼

γενικά

γενικός

κανονικά

κοινώς

συνήθης

συνήθως

φυσιολογικά

általában hogy érzi magát?

πώς νιώθετε τον τελευταίο καιρό γενικότερα;

ízeltlábú

Αρθρόποδα◼◼◼

αρθρόποδο

ízeltlábúak

αρθρόποδα

Ízeltlábúak

Αρθρόποδα

ökológiai lábnyom

οικολογικό αποτύπωμα◼◼◼

úszólábú

πτερυγιόποδα◼◼◼

123

Το ιστορικό σας