ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kutató σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kutató

ερευνητής◼◼◼

ερευνήτρια

barlangkutató

σπηλαιολόγος

nukleáris kutatóközpont

κέντρο πυρηνικών ερευνών◼◼◼

természetkutató

φυσιοδίφης

íróasztalnál végzett kutatómunka

δευτερογενής (επιτελική) μελέτη

Το ιστορικό σας