ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kiterjed σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kiterjed

κάλυψη◼◼◼

kiterjedt

εκτενής◼◼◼

εκτεταμένος◼◻◻

kiterjedés

έκταση◼◼◼

μέγεθος◼◼◻

διάσταση◼◼◻

επέκταση◼◻◻

μέση◼◻◻

nagy kiterjedésű hálózat

δίκτυο ευρείας περιοχής◼◼◼

Το ιστορικό σας