ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kanál σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kanál

κουτάλι◼◼◼

κουτάλι (koutáli)◼◼◼

το κουτάλι

χουλιάρι

kanális

διώρυγα

κανάλι

cipőkanál

κόκαλο

evőkanál

κουτάλι της σούπας

kiskanál

κουταλάκι τσαγιού

το κουταλάκι

kőműveskanál

μυστρί

merőkanál

κουτάλα

teáskanál

κουταλάκι του γλυκού◼◼◼

Το ιστορικό σας