ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

közvetít σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
közvetít

κάλυψη◼◼◼

közvetítés

μετάδοση◼◼◼

μεσολάβηση◼◼◻

közvetítő

διαμεσολαβητής◼◼◼

μεσάζων◼◼◻

μεσολαβητής◼◻◻

egyenes közvetítés

απευθείας μετάδοση

Το ιστορικό σας