ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kéj σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kéj

απόλαυση

ευχαρίστηση

van próbafülkéjük?

έχετε δοκιμαστήριο;

Το ιστορικό σας