ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

iroda σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szakirodalmi adatbank

τράπεζα δεδομένων έντυπου υλικού

szakirodalom tanulmányozása

μελέτη έντυπου υλικού

utazási iroda

ταξιδιωτικός πράκτορας◼◼◼

τουριστικό γραφείο (το)

12

Το ιστορικό σας